παύε'

παύε'
παύει , παύω
make to end
pres ind mp 2nd sg
παύει , παύω
make to end
pres ind act 3rd sg
παύεο , παύω
make to end
pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
παύεαι , παύω
make to end
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
παύεο , παύω
make to end
imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παῦε — παύω make to end pres imperat act 2nd sg παύω make to end imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦ' — παῦε , παύω make to end pres imperat act 2nd sg παῦε , παύω make to end imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ιαμβίζω — ἰαμβίζω (Α, Μ ἰαμβόζω) [ίαμβος] επιτίθεμαι εναντίον κάποιου με ιάμβους, σατιρίζω, σκώπτω, κακολογώ («ἐν τῷ μέτρῳ τούτῳ ἰάμβιζον ἀλλήλους», Αριστοτ.) αρχ. μιλώ σε ιαμβικό μέτρο («παῡε..... ἰαμβίζων», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • χρυσολογώ — έω, Α [χρυσόλογος] 1. μιλώ για τον χρυσό («παῡε, ὦ Μίδα βέλτιστε, χρυσολογῶν», Λουκιαν.) 2. συλλέγω χρυσό 3. (κατ επέκτ.) συλλέγω καθετί που έχει υλική αξία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”